Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

τί θες και τα

См. также в других словарях:

  • παρακεί — και παρέκει και παρακείθες / παρεκεῑ, ΝΑ (τοπ. επίρρ.) νεοελλ. πιο κει, πιο πέρα, λίγο πιο πέρα από ένα συγκεκριμένο τοπικό σημείο αρχ. εκεί περίπου. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + εκεί(θες)] …   Dictionary of Greek

  • δεματιάζω — και δεματίζω [δεμάτι] 1. κάνω δεμάτια, συσκευάζω σε δέματα («δεματιάζω ξύλα, χόρτα κ.τ.ό.») 2. φρ. α) «δεματιάζω τ αβγά» κοπιάζω άδικα β) «αποκλάδιαζε, αν θες να δεματιάζεις» πρέπει να εξαλείψεις τις αιτίες τών συγκρούσεων αν θέλεις να… …   Dictionary of Greek

  • εξευτελίζω — και ξευτελίζω (AM ἐξευτελίζω) [ευτελίζω] καθιστώ κάτι ευτελές, εξαχρειώνω («κι αν δεν μπορεῑς να κάνεις τη ζωή σου όπως τή θες, τοῡτο προσπάθησε τουλάχιστον μην τήν εξευτελίζεις», Καβάφης) νεοελλ. μέσ. εξευτελίζομαι χάνω την αξιοπρέπεια μου αρχ.… …   Dictionary of Greek

  • λοιπονεθές — και λοιπονιθές λοιπόν. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. λοιπόν θες με ανάπτυξη ευφωνικού ε ή ι ] …   Dictionary of Greek

  • παραμπρός — και παραμπροστά επίρρ. 1. τοπ. λίγο πιο μπροστά, λίγο πιο πέρα («προχώρησε παραμπρός, αν θες να δεις καλύτερα») 2. χρον. προηγουμένως, πρωτύτερα, πιο πριν. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἐμπρός] …   Dictionary of Greek

  • πίνω — ΝΜΑ, αιολ. τ. πώνω Α 1. εισάγω στο στομάχι υγρό από το στόμα 2. (με ειδική σημ.) καταναλώνω κρασί ή άλλα οινοπνευματώδη ποτά (α. «αυτός πίνει πολύ» β. «οὕτω πίνοντας πρὸς ἡδονήν», Πλάτ.) 3. μτφ. απορροφώ, ρουφώ, τραβώ (α. «το φαΐ ήπιε όλο το… …   Dictionary of Greek

  • πολιτεύω — ΝΜΑ [πολίτης] μέσ. πολιτεύομαι α) μετέχω ενεργά στην πολιτική ζωή ενός τόπου βάζοντας υποψηφιότητα για αιρετή αρχή, ιδίως, σήμερα, για το βουλευτικό αξίωμα («οὐδε γὰρ ὁ νόμος τοὺς ἰδιωτεύοντας, ἀλλὰ τοὺς πολιτευομένους ἐξετάζει», Αισχίν.) β)… …   Dictionary of Greek

  • Accentuation Du Grec Ancien — L accentuation du grec ancien distingue trois accents : aigu (´), grave ( ) et circonflexe (῀) ; ils indiquent une élévation de la voix au niveau de la voyelle frappée par l accent. L accent aigu peut être porté par une voyelle brève ou …   Wikipédia en Français

  • Accentuation du grec — ancien L accentuation du grec ancien distingue trois accents : aigu (´), grave ( ) et circonflexe (῀) ; ils indiquent une élévation de la voix au niveau de la voyelle frappée par l accent. L accent aigu peut être porté par une voyelle… …   Wikipédia en Français

  • Accentuation du grec ancien — L accentuation du grec ancien distingue trois accents : aigu (´), grave ( ) et circonflexe (῀) ; ils indiquent une élévation de la voix au niveau de la voyelle frappée par l accent. L accent aigu peut être porté par une voyelle brève ou …   Wikipédia en Français

  • τίθημι — ΝΜΑ (μέσ. παθ.) τίθεμαι τοποθετούμαι νεοελλ. (κυρίως σε φρ.) α) «τίθεμαι επικεφαλής» i) μπαίνω πρώτος στη σειρά ii) μτφ. γίνομαι αρχηγός, προΐσταμαι β) «τίθεμαι επί ποδός» δραστηριοποιούμαι, κινητοποιούμαι γ) «τίθεμαι επί το έργον» καταπιάνομαι… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»